- ἀμιστύλλευτος
- ἀμιστύλλευτος, ον, = sq., metaph.,A
θεοί Dam.Pr.182
;κραδίη Procl. H.7.11
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θεοί Dam.Pr.182
;κραδίη Procl. H.7.11
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αμιστύλλευτος — ἀμιστύλλευτος και ἀμίστυλλος, ον (Α) [μιστύλλω] ο μη κομματιασμένος, άκοφτος … Dictionary of Greek
ἀμιστύλλευτος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμιστύλλευτον — ἀμιστύλλευτος masc/fem acc sg ἀμιστύλλευτος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμιστύλλευτοι — ἀμιστύλλευτος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)